- εἰσπνεομένου
- εἰσπνέωinhalepres part mp masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)εἰσπνέωinhalepres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας διαφόρων παθήσεων, ιδιαίτερα του αναπνευστικού συστήματος (φυματίωση, εμφύσημα κλπ.). Η α., που αποτελεί τομέα του ιδιαίτερου κλάδου της κλιματοθεραπείας, ενεργείται με διάφορους τρόπους ανάλογα με την πάθηση: με θερμά… … Dictionary of Greek
αεροϊοντοθεραπεία — η Ιατρ. η χρησιμοποίηση ως θεραπευτικού μέσου τών ηλεκτρικά φορτισμένων (θετικά ή αρνητικά) μορίων ή μεγαλύτερων σωματιδίων τού εισπνεόμενου αέρα. Βασικά εφαρμόζεται στη θεραπεία τού βρογχικού άσθματος … Dictionary of Greek
κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… … Dictionary of Greek
πνευμοδυναμόμετρο — το, Ν φυσιολ. συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τής ποσότητας τού εισπνεόμενου και εκπνεόμενου αέρα κατά τις αναπνευστικές κινήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pneumodynamometre (< πνεύμα + δυναμό μετρο)] … Dictionary of Greek
χωρητικότητα — Μέτρο της ικανότητας ενός μη ελαστικού περιβλήματος να περιέχει αέρια, υγρά ή άνυδρα στερεά, τα οποία παίρνουν το σχήμα του δοχείου που τα περιέχει. Στην πράξη η χ. ενός δοχείου συμπίπτει με τον εσωτερικό του όγκο. Στο δεκαδικό μετρικό σύστημα, η … Dictionary of Greek